Εκτύπωση
Συχνά η επαφή μεταξύ των ανθρώπων δυσκολεύει, ο κάθε ένας από μας έχει την δική του φλασιά και δεν κάνει πίσω. Σε ορισμένες περιπτώσεις όποιος το μπορεί και το αισθάνεται αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο του καταλύτη ή αν προτιμάτε κάτι λιγότερο χημικό του ενδιάμεσου. Στην περίπτωση μας τα αποτελέσματα είναι οφθαλμοφανή.

από τη Βικτώρια Τράπαλη

Η τέχνη της ζωής

Με μύησε, όσο με μύησε, ένας σοφός με τα κείμενά του σ’ αυτήν. Δεν μου εξήγησε την φύση της, με άφησε απλά να αναρωτιέμαι για την περίφημη «ποίηση», την «υπέρτατη νοημοσύνη», την «αληθινή δημιουργία» στην οποία φτάνει ο καθένας μόνος του, από το μονοπάτι που ο ίδιος χαράζει. Σήμερα θα έλεγα, σε απλά ελληνικά, ότι τέχνη της ζωής είναι να αισθάνεσαι αυτά που συναντάς και να μην στέκεσαι σαν ξένος απέναντι στο μεγαλείο και στην τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης.

Η γνωριμία με τους ενοίκους του Ξενώνα "Αφαία"

Πριν δυο χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω τους ένοικους του κέντρου αποασυλοποίησης που λειτουργεί στον Ξενώνα Αφαία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Κλίμακα στην Αίγινα. Αφορμή, ένα άρθρο που θα έγραφα για λογαριασμό τοπικής εφημερίδας. Όταν είχε ανοίξει ο Ξενώνας, σε κατοικημένη όντως περιοχή και χωρίς επαρκή ενημέρωση των περιοίκων για την καθόλα ακίνδυνη κατάσταση των ενοίκων, είχαν προκληθεί έως και ακραίες αντιδράσεις. Μέχρι μπλόκα είχαν στηθεί, με μπρατσωμένους φορτηγατζήδες να μην επιτρέπουν στο επιστημονικό προσωπικό την είσοδο στο κτίριο, ώσπου αναγκάστηκε ο πρόεδρος της Κλίμακας, ο ψυχίατρος Θ. Κατσαδώρος, εύσωμος άνθρωπος, με μπόλικα κιλά, να σκαρφαλώσει από τα κάγκελα του κήπου για να μπει. Αλλά μπήκε, κι έτσι βγήκαν από τα κάγκελα του Δρομοκαΐτειου και του Δαφνιού δεκάδες ζωές παράλογα σακατεμένες.

Η επαφή μαζί τους ήταν εύκολη.Ήταν σαν παιδιά αθώα και ειλικρινή.

Κανείς από όσους γνώρισα στον Ξενώνα δεν είχε λόγους να είναι έγκλειστος σε ένα ίδρυμα, αν δεν τον έστελναν εκεί ο φόβος και η αδιαφορία μας. Ψυχούλες όλοι τους, τρυφερά, ανήμπορα πλάσματα. Οι περισσότεροι δεν είχαν απολύτως κανέναν που να ενδιαφέρεται γι αυτούς, μιας και οι οικείοι – σύζυγοι και γονείς και παιδιά και αδέρφια – είχαν αποδειχτεί λίγοι για τις περιστάσεις και τους είχαν εγκαταλείψει στο έλεος μιας ανήλεης και φοβικής κοινωνίας. Σαν παιδιά νικημένα από σκληρά χτυπήματα έμοιαζαν. Αλλά αθώα ακόμη, ειλικρινή. Ρώτησα τον Βαγγέλη πόσο συχνά είχαν τριβές, κόντρες μεταξύ τους. Ποτέ, μου απάντησε. Μα πώς γίνεται; Τόσοι άνθρωποι σε ένα οίκημα, όλη μέρα μαζί, με κάποια προβλήματα όλοι τους, με κάποια θεραπευτική αγωγή... «Χρησιμοποιούμε την γλώσσα μας για καλό.»
Φεύγοντας πήγα στο καφενείο της παραλίας για ένα τσίπουρο, κι εκεί δεν χρησιμοποιούσαν όλοι την γλώσσα τους για καλό.

Ξεκίνησα να τους μαγειρεύω κάθε Πέμπτη.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι μου ήταν ψυχολογικά απαραίτητη η σχέση μου με τα «παιδιά.» Ήταν σα να μου δινόταν η ευκαιρία να ζήσω τον πλούτο αντί για την φτώχεια μου. Ζήτησα από την διοίκηση την άδεια να πηγαίνω να τους μαγειρεύω μια φορά την βδομάδα, και μου την έδωσαν. Έτσι, κάθε Πέμπτη πρωί, γύρω στις 10, καταφτάνω στον Ξενώνα, και τα φιλαράκια μου με καλοδέχονται με αγάπες και με αγκαλιές και μπαίνω στην κουζίνα και τους φτιάχνω το φαγητό που προβλέπει το μενού όσο καλύτερα ξέρω και μπορώ. Ή μάλλον δεν τους το φτιάχνω, τους δείχνω πώς να το φτιάξουνε. Γιατί κάποιοι από εκεί μέσα θα είναι κάποτε σε θέση να ζούνε μόνοι τους σε ένα από τα διαμερίσματα της Κλίμακας, και δεν θα τους βλάψει σε τίποτε να ξέρουν πόσο απλή υπόθεση είναι το σπανακόρυζο και τα μακαρόνια με κιμά. Και γιατί είναι υπέροχο να τους βλέπω να κόβουν μόνοι τους το κρεμμύδι, έστω αδέξια, να ανακατεύουν την κατσαρόλα, έστω μηχανικά, να συμμετέχουν όπως μπορούν στη ζωή τους, να την πλάθουν, ως αληθινοί ποιητές.

Η διάθεση προσφοράς και το μεράκι νικά τον αποκλεισμό

Ένα πρωί καθόμασταν στον κήπο του Ξενώνα , οι κατσαρόλες βράζανε, η ώρα της μελέτης είχε τελειώσει, το θεατρικό δεν είχε αρχίσει ακόμα, φωτεινή μέρα ηλιόλουστη, κι όπως έβλεπα τους νοσηλευτές και τα παιδιά να αστειεύονται και να κανακίζονται, με το ραδιοφωνάκι της Ανδρομάχης στην διαπασών – μια λέξη έχω να σου πω, τελειώσαμε, ήταν το άσμα – ένιωσα πως πολύ μου άρεσε η θέση που είχα διαλέξει στον κόσμο αυτό. Τότε ήταν που μου είπε η κυρία Αλεξάνδρα – από την Πόλη, με υπηρέτριες και ανέσεις μεγαλωμένη, με το σεις και το σας να μιλάει ακόμη και στον Μπούκι, το σκυλί – τότε ήταν που μου είπε: «Κυρία Βικτώρια, εσείς έχετε κάνει ποτέ στο Δαφνί, ή σε κάποιο άλλο ίδρυμα;»

Έχω την εντύπωση ότι δικαιούμαι να πω πως κατάργησα στην πράξη κάθε κοινωνικό αποκλεισμό. Σαν δική τους με δέχονται οι φίλοι μου.